- κόσμημα
- Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα.
εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη, τις κατοικίες, τις βάρκες και γενικά οποιοδήποτε αντικείμενο καθημερινής χρήσης, ακόμα και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα ή την ενδυμασία του. Σε κάθε περίπτωση το κ. εκφράζει την καλλιτεχνική ευαισθησία και τον πολιτισμό του λαού που το έχει δημιουργήσει. Επειδή συχνά εξυπηρετεί μαγικούς, συμβολικούς ή αισθητικούς σκοπούς, το κ. δύσκολα μπορεί να απομονωθεί από τον τόπο στον οποίο επινοήθηκε, γιατί συχνά το ίδιο το περιβάλλον υποβάλλει τα σχήματα και παρέχει τα υλικά. Επίσης, μέσα στον ίδιο πολιτιστικό κύκλο είναι δυνατόν να διακριθούν διάφορες καλλιτεχνικές τάσεις, που οφείλονται στην προσωπική έκφραση του εκάστοτε δημιουργού. Παράλληλα, η ανάπτυξη της τεχνικής επηρεάζει, έστω και μερικά, την επινόηση και τις παραλλαγές του διακοσμητικού μοτίβου. Η ανάγκη της διακόσμησης αντικειμένων κοινής χρήσης δεν απαντάται μόνο στους πρωτόγονους αλλά και στους πολιτισμένους λαούς. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη, εκτός από τη βιοτεχνική παράδοση (με εργαστήρια στα οποία ένας ειδικευμένος τεχνίτης εκμεταλλεύεται τις προσωπικές του ικανότητες και συνεργάζεται με βοηθούς και μαθητευόμενους), έχουν γεννηθεί αντικείμενα με διακοσμητικά μοτίβα επίσης από τη χειροτεχνία και την αισθητική του χωρικού, τα οποία μεταβιβάζονται από πατέρα σε γιο και επιζούν για χιλιάδες χρόνια. Παραδοσιακά ο άνθρωπος σκαλίζει, ζωγραφίζει, δημιουργεί τα δώρα της μνηστής του, την κασέλα της προίκας, τα οικιακά σκεύη, την γκλίτσα του, την πίπα, τις τσανάκες, τα ξύλινα πιάτα, τη φλογέρα, τα χτένια, τα μαχαίρια, τα πήλινα αγγεία, τα υφάσματα. Τα διακοσμητικά μοτίβα των πανάρχαιων αυτών αντικειμένων είναι απλά και εμφανίζονται στην πρωτόγονη τέχνη όλων των ηπείρων, ακόμα και στα έργα των προϊστορικών λαών. Τα σχέδια και τα σκαλίσματα τοποθετούνται σε κανονική, συμμετρική και ρυθμική διάταξη και αποτελούν συχνά σχηματοποιήσεις ζώων και φυτών, του Ήλιου και των άστρων, της βροχής και του κεραυνού, ανθρώπινων προσώπων ή μελών του σώματος. Συχνά, σε αντικείμενα αναγόμενα στη νεολιθική εποχή παρουσιάζονται τα σχήματα του μαιάνδρου, της σπείρας, του αγκυλωτού σταυρού ή του ζιγκ-ζαγκ. Τα χρώματα είναι έντονα και τοποθετούνται μέσα σε σαφή περιγράμματα, συχνά βαθύτερου χρώματος· συνηθισμένα είναι το λευκό, το μαύρο, το κόκκινο, το γαλάζιο. Ενίοτε ο χρωματικός διάκοσμος αποδίδεται με πυκνά στίγματα, που σχηματίζουν το μοτίβο με διαφορετικούς τόνους το καθένα.
Τα κ. της ενδυμασίας ή του σώματος διαφέρουν από τα υπόλοιπα, επειδή προσθέτουν στη μαγική και συμβολική έννοια ένα διακριτικό στοιχείο. Μπορεί, δηλαδή, να αποτελούν σημάδια της δύναμης, της φυλής, του φύλου, της κοινωνικής θέσης ή της οικογενειακής κατάστασης. Κάτι παρεμφερές απαντάται επίσης και σε πιο πολιτισμένους λαούς: για παράδειγμα, το κάλυμμα του κεφαλιού ή τα χρυσά κ. έχουν χρησιμοποιηθεί για να καθορίσουν τις διαφορές του πλούτου ή της κοινωνικής θέσης και το χτένισμα, τα κ. της κεφαλής ή ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού στα μαλλιά για να φανερώσουν αν μια γυναίκα είναι παντρεμένη ή ανύπαντρη.
Πολύ διαδεδομένη ακόμη και σήμερα είναι η χρήση διακοσμητικών αντικειμένων για την προφύλαξη από τη βασκανία, δηλαδή την απομάκρυνση των κακών επιδράσεων. Παράδειγμα αποτελεί το κέρατο που είτε φέρουν οι άντρες στη ζώνη είτε προσφέρεται στα νεογέννητα παιδιά, το κοράλλι, τα σακουλάκια που κρέμονται στον λαιμό και περιέχουν άγια εικονίδια, φύλλα ελιάς, προσευχές, στάχτες ιερής φωτιάς, αφορισμούς, θαυματουργές σκόνες κ.ά. Τα κ. αυτού του είδους χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε πρωτόγονους πολιτισμούς και προέρχονται συνήθως από το φυτικό ή το ζωικό βασίλειο: άνθη, φτερά, αβγά πουλιών, κοχύλια, πυρήνες καρπών, κόκαλα. Επίσης χαρακτηριστική είναι η συνήθεια ορισμένων φυλών να στολίζουν το σώμα τους με τατουάζ, με εξογκωμένες ουλές γεωμετρικά διευθετημένες (φυλές της Αφρικής και της Αυστραλίας) ή με ειδικές παραμορφώσεις μελών, όπως την υπερφυσική επιμήκυνση των λοβών του αφτιού, του λαιμού, του στόματος ή της μύτης. Στους αυτόχθονες της Βόρειας Αμερικής ήταν διαδεδομένο το βάψιμο ολόκληρου ή τμήματος του σώματος με κόκκινο, γαλαζοπράσινο, μαύρο ή άσπρο χρώμα, ενώ οι ίδιοι κάλυπταν με κόκκινο χρώμα το πρόσωπο των ασθενών και των νεκρών. Εξίσου διακοσμητικά είναι και τα μεγάλα φτερά που τοποθετούσαν στο κεφάλι. Σε ορισμένες περιοχές της Κίνας και της Ιαπωνίας διατηρείται ακόμα η συνήθεια του χρωματισμού των δοντιών με κόκκινες ή μαύρες χρωστικές, για να φαίνεται το πρόσωπο λευκότερο και να αναδεικνύονται τα δόντια μέσα από αυτό.
Η αισθητική και η ματαιοδοξία ορισμένων λαών αποκαλύπτονται από τα πανύψηλα, πολύπλοκα και γεμάτα κ. χτενίσματά τους. Τα πιο παράξενα συναντώνται στους Παπούα, οι οποίοι στα πλαίσια διαφόρων τελετών καταναλώνουν πολλές ώρες για να οικοδομήσουν και να στηρίξουν τεχνητά κομμώσεις οι οποίες, ενίοτε, φτάνουν στο ύψος του ενός μέτρου.
Οι κάτοικοι της Χαβάης και άλλων νησιών του Ειρηνικού διακοσμούν με στεφάνια από λουλούδια τα μαλλιά και τον λαιμό τους, ενώ σε ορισμένες περιοχές της Νότιας Αμερικής και των νησιών του Ειρηνικού άντρες και γυναίκες φορούν χορταρένιες φούστες καθώς και ζώνες ή καπέλα από καρπούς και φύλλα.
Για το κ. στην Ελλάδα, βλ. τόμο Ελλάδα.
Οι αυτόχθονες της Βόρειας Αμερικής φορούσαν μεγάλα φτερά στο κεφάλι για διακοσμητικούς λόγους (φωτ. ΑΠΕ).
Οι Παπούα χρησιμοποιούν πολλά κοσμήματα κυρίως για να στηρίξουν τα εντυπωσιακά χτενίσματά τους (φωτ. ΑΠΕ).
Μία ομάδα Χιβάρο στον Αμαζόνιο, με χαρακτηριστικά κοσμήματα.
Επίσημα γιαπωνέζικα σπαθιά με κομψά διακοσμητικά μοτίβα.
Χτένια ινδιάνικης φυλής της Βραζιλίας, διακοσμημένα με φτερά παπαγάλου.
Το κόσμημα αποτελεί στοιχείο διακόσμησης, το οποίο προσδίδει ομορφιά και κομψότητα στον άνθρωπο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (ΑM κόσμημα) [κοσμώ]1. καθετί που χρησιμεύει για στολισμό, στόλισμα, στολίδι (α. «έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα τής μητέρας του» β. «γυναικεῑα κοσμήματα», Πολυδ.)2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται κάποιος, καύχημα, καμάρι («ο άνθρωπος αυτός είναι το κόσμημα τού χωριού του»)νεοελλ.1. τυπογραφικό διακοσμητικό σχέδιο που υπάρχει στο κείμενο ή στο εξώφυλλο βιβλίου ή άλλου εντύπου2. διακοσμητική λεπτομέρεια ζωγραφικού πίνακα3. μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε μελωδία για πλουτισμό της4. φρ. «κοσμήματα οροφής»(πετρογρ.) προεκτάσεις ενός πετρώματος μέσα σε μια μαγματική διείσδυση που βρίσκεται κάτω από αυτόαρχ.στον πληθ. τὰ κοσμήματατα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.